τορπιλίζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ →{{συνώνυμα}}: + |
μ →{{μεταφράσεις}}: β |
||
Γραμμή 78: | Γραμμή 78: | ||
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{vo}} : {{τ|vo|torpedön}} |
|||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
Αναθεώρηση της 12:40, 2 Σεπτεμβρίου 2012
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ετυμολογία
Ρήμα
τορπιλίζω
- (μεταβατικό) χτυπώ χρησιμοποιώντας τορπίλη: ο στόλος τορπίλισε το εχθρικό υποβρύχιο, με αποτέλεσμα να βυθιστεί.
- {μεταφορικά) εμποδίζω με δόλιες ενέργειες να πραγματοποιηθεί κάτι: Ο πολιτικός επέλεξε να τορπιλίσει τις συνομιλίες με το αντίπαλο κόμμα, ώστε να παραταθεί η πολιτική αβεβαιότητα.
Συγγενικά
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
τορπιλίζω
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «τορπιλιζω'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'τορπιλίζω'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «τορπιλιζω».