τορπιλίζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lemur12 (συζήτηση | συνεισφορές)
Lemur12 (συζήτηση | συνεισφορές)
Γραμμή 9: Γραμμή 9:


==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''{{el-ρήμα|τορπίλιζα|τορπιλίσω|τορπίλισα|τορπιλίζομαι|τορπιλισμένος}}
'''{{PAGENAME}}'''
# {{μτβ}} χτυπώ χρησιμοποιώντας τορπίλη: ''ο στόλος '''τορπίλισε''' το εχθρικό υποβρύχιο, με αποτέλεσμα να βυθιστεί.''
# {{μτβ}} χτυπώ χρησιμοποιώντας τορπίλη: ''ο στόλος '''τορπίλισε''' το εχθρικό υποβρύχιο, με αποτέλεσμα να βυθιστεί.''
# {μεταφορικά) εμποδίζω με δόλιες ενέργειες να πραγματοποιηθεί κάτι: ''Ο πολιτικός επέλεξε να '''τορπιλίσει''' τις συνομιλίες με το αντίπαλο κόμμα, ώστε να παραταθεί η πολιτική αβεβαιότητα.''
# {μεταφορικά) εμποδίζω με δόλιες ενέργειες να πραγματοποιηθεί κάτι: ''Ο πολιτικός επέλεξε να '''τορπιλίσει''' τις συνομιλίες με το αντίπαλο κόμμα, ώστε να παραταθεί η πολιτική αβεβαιότητα.''

Αναθεώρηση της 12:44, 2 Σεπτεμβρίου 2012

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ετυμολογία

τορπιλίζω < από το ουσιαστικό τορπίλη + -ίζω

Ρήμα

τορπιλίζω, πρτ.: τορπίλιζα, στ.μέλλ.: θα τορπιλίσω, αόρ.: τορπίλισα, παθ.φωνή: τορπιλίζομαι, μτχ.π.π.: τορπιλισμένος

  1. (μεταβατικό) χτυπώ χρησιμοποιώντας τορπίλη: ο στόλος τορπίλισε το εχθρικό υποβρύχιο, με αποτέλεσμα να βυθιστεί.
  2. {μεταφορικά) εμποδίζω με δόλιες ενέργειες να πραγματοποιηθεί κάτι: Ο πολιτικός επέλεξε να τορπιλίσει τις συνομιλίες με το αντίπαλο κόμμα, ώστε να παραταθεί η πολιτική αβεβαιότητα.

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «τορπιλιζω'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'τορπιλίζω'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «τορπιλιζω».