χώνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Νέο Σύστημα |
μ →{{ετυμολογία}}: δρθ προτυπου |
||
Γραμμή 2: | Γραμμή 2: | ||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{μτγν}} [[χώννυμι]], ''αόριστος'' '''ἔχωσα''' < {{αρχ}} [[χόω]] |
||
==={{ρήμα|el}}=== |
==={{ρήμα|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''', ''παθητικό'' [[χώνομαι]] |
'''{{PAGENAME}}''', ''παθητικό'' [[χώνομαι]] |
Αναθεώρηση της 13:10, 2 Σεπτεμβρίου 2012
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χώνω < ελληνιστική χώννυμι, αόριστος ἔχωσα < αρχαία ελληνική χόω
Ρήμα
χώνω, παθητικό χώνομαι
- βάζω κάτι βαθιά μέσα σε κάτι άλλο
- έχωσε τα λεφτά στην τσέπη
- μπήγω
- του έχωσε ένα μαχαίρι στην καρδιά
- κρύβω κάτι βαθιά μέσα σε κάτι άλλο
- κάπου έχωσα το φάκελο και δεν μπορώ να τον βρω
- τοποθετώ κάτι βιαστικά μέσα σε κάτι άλλο
- έχωσε τα χαρτιά μέσα στο συρτάρι κι έφυγε
- θάβω
- τον χώσανε: τον έθαψαν
Μεταφράσεις
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «χωνω'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'χώνω'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «χωνω».