compte: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ r2.7.1) (Ρομπότ: Προσθήκη: pl:compte
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη nl
Γραμμή 30: Γραμμή 30:
[[lo:compte]]
[[lo:compte]]
[[mg:compte]]
[[mg:compte]]
[[nl:compte]]
[[no:compte]]
[[no:compte]]
[[pl:compte]]
[[pl:compte]]

Αναθεώρηση της 18:51, 3 Σεπτεμβρίου 2012

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

compte (fr), des comptes.

Ομόφωνα

le conte, le comte, il compte.

Il a fait les comptes : έκανε τους λογαριασμούς / τον λογαριασμό.

Il travaille pour le compte de X : δουλεύει για λογαριασμό του Χ.

Συγγενικά

compter, comptabilité