ξάδερφος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot:Εισαγωγή πίνακα κλίσης |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη en |
||
Γραμμή 65: | Γραμμή 65: | ||
[[Κατηγορία:Οικογένεια (ελληνικά)]] |
[[Κατηγορία:Οικογένεια (ελληνικά)]] |
||
[[en:ξάδερφος]] |
Αναθεώρηση της 21:33, 3 Σεπτεμβρίου 2012
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξάδερφος < εξάδελφος
Ουσιαστικό
ξάδερφος αρσενικό, ξαδέρφη θηλυκό
- ο γιος του αδελφού ή της αδελφής ενός από τους γονείς μου
- δεύτερος ξάδερφος: ο γιος του εξάδελφου ή της εξαδέλφης ενός από τους γονείς μου
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «ξαδερφοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'ξάδερφοσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'ξάδερφος'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «ξαδερφοσ».