πίκρα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg |
||
Γραμμή 80: | Γραμμή 80: | ||
[[en:πίκρα]] |
[[en:πίκρα]] |
||
[[mg:πίκρα]] |
Αναθεώρηση της 10:31, 21 Σεπτεμβρίου 2012
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πίκρα | οι | πίκρες |
γενική | της | πίκρας | — | |
αιτιατική | την | πίκρα | τις | πίκρες |
κλητική | πίκρα | πίκρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- πίκρα < μεσαιωνική ελληνική < πικραίνω (διαφορετικό το αρχαία ελληνική πίκρα
Ουσιαστικό
πίκρα θηλυκό
- η αίσθηση του πικρού, η πικρή γεύση
- η βαθιά στενοχώρια από κάποιον ή κάτι που μας πίκρανε
- ἀλλ᾿ ἂν ἡ πίκρα, // ὅτι τὸν ἥλιον ἄφηκα, // τώρα σὲ κυριεύῃ, // παρηγορήσου (Α. Κάλβος, Εις θάνατον, ΙΔ)
- Η πίκρα σήμερα // δεν έχει σύνορα // κι εσύ δεν έπρεπε να μ' αρνηθείς. (Ν. Γκάτσος)
Μεταφράσεις
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ουσιαστικό
πίκρα θηλυκό
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «πικρα'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'πίκρα'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «πικρα».