ράβδος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη fj |
||
Γραμμή 69: | Γραμμή 69: | ||
[[en:ράβδος]] |
[[en:ράβδος]] |
||
[[fj:ράβδος]] |
|||
[[mg:ράβδος]] |
[[mg:ράβδος]] |
Αναθεώρηση της 13:25, 20 Οκτωβρίου 2012
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ράβδος < αρχαία ελληνική ῥάβδος
Ουσιαστικό
ράβδος θηλυκό
- (καθαρεύουσα) ραβδί, επίμηκες κυλινδρικό κομμάτι ξύλου (ή άλλου υλικού)· στην καθομιλουμένη υπονοείται κυρίως το ραβδί ως μέσο σωματικής τιμωρίας
- όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος
- επίμηκες εξάρτημα στολής, συχνά διακοσμημένο, ως διακριτικό βαθμού ή εκκλησιαστικού αξιώματος
- ποιμαντορική ράβδος (πατερίτσα)
- επίμηκες, μεταλλικό συνήθως, εξάρτημα μηχανών
- ποσότητα μετάλλου σε τυποποιημένο μέγεθος και σχήμα
- ληστές έκλεψαν 20 ράβδους χρυσού
Εκφράσεις
Μεταφράσεις
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «ραβδοσ'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'ράβδοσ'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"'ράβδος'"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «ραβδοσ».