τράπεζα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ robot Adding: en, fr, it, pl, pt, ru |
μ μικρές διορθώσεις |
||
Γραμμή 54: | Γραμμή 54: | ||
* {{nl}} : {{ξεν|nl|bank}} (2, 3) |
* {{nl}} : {{ξεν|nl|bank}} (2, 3) |
||
<!-- * {{hu}} : {{ξεν|hu|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{hu}} : {{ξεν|hu|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * |
<!-- * {{uk}} : {{ξεν|uk|XXX}} --> |
||
<!-- * {{fa}} : {{ξεν|fa|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{fa}} : {{ξεν|fa|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{pl}} : {{ξεν|pl|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{pl}} : {{ξεν|pl|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 11:42, 17 Φεβρουαρίου 2007
Πρότυπο:-ουσ- τράπεζα θηλυκό
- τραπέζι, συνήθως για τελετουργική χρήση
- τράπεζα προσφορών, Αγία Τράπεζα
- πιστωτικός οργανισμός που ασχολείται με χρηματοπιστωτικές εργασίες. Π.χ. δέχεται καταθέσεις ιδιωτών ή νομικών προσώπων, παραχωρεί δάνεια, διαχειρίζεται χαρτοφυλάκια για λογαριασμό των πελατών του κλπ
- Οι καταθέσεις του στην τράπεζα εξανεμίστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου.
- συνεκδοχικά το κτήριο που στεγάζει ένα υποκατάστημα μιας τράπεζας.
- Ο Γιάννης πετάχτηκε στην τράπεζα για κάτι δουλειές.
- γενικότερα ένας τόπος όπου κατατίθενται προς φύλαξη υλικά ή άυλα αγαθά προκειμένου να είναι προσιτά σε μελλοντική ζήτηση.
- Π.χ. τράπεζα αίματος, τράπεζα σπέρματος, τράπεζα θεμάτων για εξετάσεις
|