αλεύρι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 3: | Γραμμή 3: | ||
{{el-κλίσ-'τραγούδι'|αλεύρ|αλευρ}} |
{{el-κλίσ-'τραγούδι'|αλεύρ|αλευρ}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{μσν}} αλεύριν < αλεύριον {{υποκοριστικό του|ἄλευρον}} ({{αρχ}}) |
|||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}} |
|||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}} |
Αναθεώρηση της 21:57, 29 Δεκεμβρίου 2012
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αλεύρι | τα | αλεύρια |
γενική | του | αλευριού | των | αλευριών |
αιτιατική | το | αλεύρι | τα | αλεύρια |
κλητική | αλεύρι | αλεύρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- αλεύρι < μεσαιωνική ελληνική αλεύριν < αλεύριον υποκοριστικό του ἄλευρον (αρχαία ελληνική)
Ουσιαστικό
αλεύρι ουδέτερο
- σκόνη που παρασκευάζεται από τους σπόρους διάφορων δημητριακών με άλεση, και χρησιμοποιείται στη μαγειρική, τη ζαχαροπλαστική και την παρασκευή του ψωμιού
Εκφράσεις
- ακριβός στα πίτουρα και φθηνός στο αλεύρι : για κάποιον που ξοδεύει πολλά σε μη σημαντικά πράγματα και λίγα στα πιο σημαντικά
Μεταφράσεις
αλεύρι
|
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «αλευρι'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'αλεύρι'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «αλευρι».