τραβέρσα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot:Εισαγωγή πίνακα κλίσης |
ετυμ,ορισμ |
||
Γραμμή 3: | Γραμμή 3: | ||
{{el-κλίσ-'νότα'|τραβέρσ|τραβερσ}} |
{{el-κλίσ-'νότα'|τραβέρσ|τραβερσ}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ετυμ it}} [[traversa]] |
||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}} |
||
# [[δοκάρι]] που χρησιμοποιείται σταυρωτά με κάποιο άλλο σε κατασκευές |
|||
# {{λείπει ο ορισμός}} |
|||
# {{ειδικ}} το δοκάρι, συνήθως ξύλινο, πάνω στο οποίο στηρίζονται οι μεταλλικές ράγες στο σιδηροδρομικό δίκτυο |
|||
# {{γενικ}} ξύλινο ή μεταλλικό δοκάρι που χρησιμοποιείται σε κατασκευές |
|||
# λεπτό, μεγάλο και μακρόστενο [[υφαντό]] ή [[πλεκτό]] που χρησιμοποιείται σαν διακοσμητικό σε έπιπλα |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 09:28, 4 Ιανουαρίου 2013
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τραβέρσα | οι | τραβέρσες |
γενική | της | τραβέρσας | των | (τραβερσών) |
αιτιατική | την | τραβέρσα | τις | τραβέρσες |
κλητική | τραβέρσα | τραβέρσες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- τραβέρσα < Πρότυπο:ετυμ it traversa
Ουσιαστικό
τραβέρσα θηλυκό
- δοκάρι που χρησιμοποιείται σταυρωτά με κάποιο άλλο σε κατασκευές
- (ειδικότερα) το δοκάρι, συνήθως ξύλινο, πάνω στο οποίο στηρίζονται οι μεταλλικές ράγες στο σιδηροδρομικό δίκτυο
- (γενικότερα) ξύλινο ή μεταλλικό δοκάρι που χρησιμοποιείται σε κατασκευές
- λεπτό, μεγάλο και μακρόστενο υφαντό ή πλεκτό που χρησιμοποιείται σαν διακοσμητικό σε έπιπλα
Μεταφράσεις
τραβέρσα
|
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «τραβερσα'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'τραβέρσα'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «τραβερσα».