καταγράφω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
ετυμ, grc |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 13: | Γραμμή 13: | ||
* [[καταγραφικός]] |
* [[καταγραφικός]] |
||
* [[καταγράφομαι]] |
* [[καταγράφομαι]] |
||
===={{κλίση}}==== |
|||
{{el-κλίσ-'δένω'|γράφ|γραφ|γράψ|γραψ|γραμμ|κατα|κατ|κατά}} |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 21:58, 8 Φεβρουαρίου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- καταγράφω < αρχαία ελληνική καταγράφω
Ρήμα
καταγράφω
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταγράφω | κατέγραφα | θα καταγράφω | να καταγράφω | καταγράφοντας | |
β' ενικ. | καταγράφεις | κατέγραφες | θα καταγράφεις | να καταγράφεις | κατάγραφε | |
γ' ενικ. | καταγράφει | κατέγραφε | θα καταγράφει | να καταγράφει | ||
α' πληθ. | καταγράφουμε | καταγράφαμε | θα καταγράφουμε | να καταγράφουμε | ||
β' πληθ. | καταγράφετε | καταγράφατε | θα καταγράφετε | να καταγράφετε | καταγράφετε | |
γ' πληθ. | καταγράφουν(ε) | κατέγραφαν καταγράφαν(ε) |
θα καταγράφουν(ε) | να καταγράφουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατέγραψα | θα καταγράψω | να καταγράψω | καταγράψει | ||
β' ενικ. | κατέγραψες | θα καταγράψεις | να καταγράψεις | κατάγραψε | ||
γ' ενικ. | κατέγραψε | θα καταγράψει | να καταγράψει | |||
α' πληθ. | καταγράψαμε | θα καταγράψουμε | να καταγράψουμε | |||
β' πληθ. | καταγράψατε | θα καταγράψετε | να καταγράψετε | καταγράψτε | ||
γ' πληθ. | κατέγραψαν καταγράψαν(ε) |
θα καταγράψουν(ε) | να καταγράψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταγράψει | είχα καταγράψει | θα έχω καταγράψει | να έχω καταγράψει | ||
β' ενικ. | έχεις καταγράψει | είχες καταγράψει | θα έχεις καταγράψει | να έχεις καταγράψει | έχε καταγραμμένο | |
γ' ενικ. | έχει καταγράψει | είχε καταγράψει | θα έχει καταγράψει | να έχει καταγράψει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταγράψει | είχαμε καταγράψει | θα έχουμε καταγράψει | να έχουμε καταγράψει | ||
β' πληθ. | έχετε καταγράψει | είχατε καταγράψει | θα έχετε καταγράψει | να έχετε καταγράψει | έχετε καταγραμμένο | |
γ' πληθ. | έχουν καταγράψει | είχαν καταγράψει | θα έχουν καταγράψει | να έχουν καταγράψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) καταγραμμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) καταγραμμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) καταγραμμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) καταγραμμένο |
Μεταφράσεις
καταγράφω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
καταγράφω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
καταγράφω
Προειδοποίηση: Το προεπιλεγμένο κλειδί ταξινόμησης «καταγραφω'"`UNIQ--nowiki-00000000-QINU`"'καταγράφω'"`UNIQ--nowiki-00000001-QINU`"''"`UNIQ--nowiki-00000002-QINU`"'» υπερισχύει του προηγούμενου προεπιλεγμένου κλειδιού «καταγραφω».