mleko: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη kn
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mn
Γραμμή 45: Γραμμή 45:
[[lt:mleko]]
[[lt:mleko]]
[[mg:mleko]]
[[mg:mleko]]
[[mn:mleko]]
[[pl:mleko]]
[[pl:mleko]]
[[ro:mleko]]
[[ro:mleko]]

Αναθεώρηση της 12:01, 31 Μαρτίου 2013

Πολωνικά (pl)

Ουσιαστικό

mleko (pl) ουδέτερο

  1. το γάλα ως τρόφιμο, ως υγρό ορισμένων φυτών και ως μερίδα, μπουκάλι κλπ.
    gorące mleko jest zdrowym napojem - το ζεστό γάλα είναι ένα υγιεινό ρόφημα
    na stole stały trzy mleka - στο τραπέζι (στέκονταν) βρίσκονταν τρία γάλατα
  2. (μεταφορικά), (λόγιο) η ομίχλη

Σερβικά (sr)

Ουσιαστικό

mleko (sr)


Σλοβενικά (sl)

Ουσιαστικό

mleko (sl)