αυτόματο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ διαγραφή κλείδας ταξινόμησης |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 90: | Γραμμή 90: | ||
* {{ουδ του-πτώσειςΟΑΚεν|αυτόματος}} |
* {{ουδ του-πτώσειςΟΑΚεν|αυτόματος}} |
||
{{κλείδα-ελλ}} |
|||
[[en:αυτόματο]] |
[[en:αυτόματο]] |
Αναθεώρηση της 04:25, 20 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αυτόματο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
αυτόματο ουδέτερο
- φορητό, αυτόματα επαναφορτιζόμενο, πυροβόλο όπλο, μεσαίου μεγέθους κατάλληλο κυρίως για κοντινές αποστάσεις
Μεταφράσεις
αυτόματο
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
αυτόματο