αλεύρι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 63: Γραμμή 63:
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{κλείδα ταξινόμησης|αλευρι}}
{{κλείδα-ελλ}}


[[en:αλεύρι]]
[[en:αλεύρι]]

Αναθεώρηση της 22:55, 20 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αλεύρι τα αλεύρια
      γενική του αλευριού των αλευριών
    αιτιατική το αλεύρι τα αλεύρια
     κλητική αλεύρι αλεύρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αλεύρι < μεσαιωνική ελληνική αλεύριν < αλεύριον υποκοριστικό του ἄλευρον (αρχαία ελληνική)

Ουσιαστικό

αλεύρι ουδέτερο

Εκφράσεις

  • ακριβός στα πίτουρα και φθηνός στο αλεύρι : για κάποιον που ξοδεύει πολλά σε μη σημαντικά πράγματα και λίγα στα πιο σημαντικά

Μεταφράσεις