αρέσκεια: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot:Εισαγωγή πίνακα κλίσης |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 104: | Γραμμή 104: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 01:10, 21 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αρέσκεια < αρχαία ελληνική (ἀρέσκεια)
Ουσιαστικό
αρέσκεια θηλυκό
- το να είναι κάτι ευχάριστο
Συγγενικά
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
αρέσκεια
|