ασβέστης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flyax (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 63: | Γραμμή 63: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 01:31, 21 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ασβέστης < μεσαιωνική ελληνική < αρχαία ελληνική ἄσβεστος
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
ασβέστης αρσενικό και λόγιο άσβεστος
- υλικό λευκού χρώματος που χρησιμοποιείται ως οικοδομικό υλικό ή για βάψιμο και απολύμανση επιφανειών (τοίχων, πεζοδρομίων)