βαρεμάρα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot:Εισαγωγή πίνακα κλίσης |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 60: | Γραμμή 60: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 02:17, 21 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βαρεμάρα | οι | βαρεμάρες |
γενική | της | βαρεμάρας | — | |
αιτιατική | τη | βαρεμάρα | τις | βαρεμάρες |
κλητική | βαρεμάρα | βαρεμάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- βαρεμάρα < βάρεμα + -άρα
Ουσιαστικό
βαρεμάρα θηλυκό
- η κατάσταση κατά την οποία κάποιος βαριέται