γενετή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 59: | Γραμμή 59: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 03:20, 21 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γενετή < αρχαία ελληνική
Ουσιαστικό
γενετή θηλυκό
- η γέννηση· απαντά μόνο στη φράση ἐκ γενετῆς (από γεννησιμιού του)
- τυφλός εκ γενετής