εγκατάλειψη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 59: | Γραμμή 59: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[en:εγκατάλειψη]] |
[[en:εγκατάλειψη]] |
Αναθεώρηση της 05:33, 21 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εγκατάλειψη | οι | εγκαταλείψεις |
γενική | της | εγκατάλειψης* | των | εγκαταλείψεων |
αιτιατική | την | εγκατάλειψη | τις | εγκαταλείψεις |
κλητική | εγκατάλειψη | εγκαταλείψεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εγκαταλείψεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- εγκατάλειψη < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
εγκατάλειψη θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εγκαταλείπω
- η εγκατάλειψή του από τη μητέρα του τον σημάδεψε βαθιά
- καταδικάστηκε σε φυλάκιση για εγκατάλειψη θύματος τροχαίου
- αντίκρισαν στο έρημο σπίτι μια εικόνα πλήρους εγκατάλειψης
Μεταφράσεις
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες προφορές (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς προφορά στο πρότυπο ΔΦΑ
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)