εμπιστοσύνη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
|||
Γραμμή 58: | Γραμμή 58: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[pl:εμπιστοσύνη]] |
[[pl:εμπιστοσύνη]] |
Αναθεώρηση της 06:21, 21 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εμπιστοσύνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
εμπιστοσύνη θηλυκό
- 1. το να πιστεύει κανείς στις αρετές ή ικανότητες κάποιου:
έχω/δείχνω εμπιστοσύνη ~•κερδίζω/χάνω την ~ κάποιου• κλίμα/έλλειψη/κατάχρηση -ης•~ αμοιβαία /μεγάλη/τυφλή (αντ. δυσπιστία)•
- 2.(πολιτ.) ψήφος -ης(στη Βουλή)=το να εκφράζει (η Βουλή)με ψηφοφορία την εμπιστοσύνη της στην κυβέρνηση
(Εμμ. Κριαρά, Λεξικό της σύγχρονης ελληνικής δημοτικής γλώσσας, Εκδ. Εκδοτική Αθηνών, 1995)
Μεταφράσεις
εμπιστοσύνη
|