επισκέπτης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
ετυμ,ορ,πολ ορ, συγγ
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 94: Γραμμή 94:
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{κλείδα ταξινόμησης|επισκεπτησ}}
{{κλείδα-ελλ}}


[[en:επισκέπτης]]
[[en:επισκέπτης]]

Αναθεώρηση της 07:16, 21 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επισκέπτης < αρχαία ελληνική ἐπισκέπτης

Ουσιαστικό

επισκέπτης αρσενικό

  1. άτομο που κάνει επίσκεψη

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

Μεταφράσεις