κάδη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Νέο Σύστημα |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 54: | Γραμμή 54: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 09:25, 21 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κάδη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
κάδη θηλυκό
- ένα μεγάλο βαρέλι ανοικτό από πάνω όπου πατούν τα σταφύλια για να βγει ο μούστος
- ένα μεγάλο δοχείο όπου χτυπούν το γάλα για να φτιάξουν βούτυρο
Μεταφράσεις
κάδη
|