κάργια: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη ro
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 91: Γραμμή 91:
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{κλείδα ταξινόμησης|καργια}}
{{κλείδα-ελλ}}


[[lt:κάργια]]
[[lt:κάργια]]

Αναθεώρηση της 10:13, 21 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κάργια < Πρότυπο:ετυμ tr karga

Ουσιαστικό

κάργια και κάργα

  1. πουλί με μαύρο φτέρωμα (Corvus monedula)
  2. (μεταφορικά) αντιπαθητική γυναίκα που έχει κακία μέσα της

Συνώνυμα

Μεταφράσεις