Λονδρέζος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
|||
Γραμμή 60: | Γραμμή 60: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 13:46, 21 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
Ουσιαστικό
Λονδρέζος αρσενικό, θηλυκό Λονδρέζα
- ο κάτοικος του Λονδίνου ή εκείνος που κατάγεται από αυτό
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Λονδρέζος
|