μαγειρεύω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 63: | Γραμμή 63: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα-ελλ}} |
|||
{{κλείδα ταξινόμησης|μαγειρευω}} |
|||
[[en:μαγειρεύω]] |
[[en:μαγειρεύω]] |
Αναθεώρηση της 17:55, 21 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μαγειρεύω < (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μάγειρος
Ρήμα
μαγειρεύω
- παρασκευάζω φαγητό συνδυάζοντας υλικά, συνήθως χρησιμοποιώντας κάποια πηγή θερμότητας
- (μεταφορικά) ετοιμάζω κάτι, συνήθως ύποπτο, κρυφά από άλλους
- τι μαγειρεύετε εσείς οι δυο εκεί στα κρυφά;
- (μεταφορικά) παραποιώ αποτελέσματα με τρόπο έντεχνο, ώστε να δείχνουν αυτό που θέλω
- μου φαίνεται ότι εδώ ο ερευνητής έχει μαγειρέψει λίγο τα αποτελέσματα της έρευνάς του