ενεστώτας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'αγώνας'|χειμών|ενεστώτ}}
{{el-κλίσ-'αγώνας'|ενεστώτ}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[ἐνεστώς]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[ἐνεστώς]]

Αναθεώρηση της 09:39, 22 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ενεστώτας οι ενεστώτες
      γενική του ενεστώτα των ενεστώτων
    αιτιατική τον ενεστώτα τους ενεστώτες
     κλητική ενεστώτα ενεστώτες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ενεστώτας < αρχαία ελληνική ἐνεστώς

Ουσιαστικό

ενεστώτας αρσενικό

  1. χρόνος ρήματος ο οποίος δηλώνει κάτι που γίνεται στο παρόν ή γίνεται κατ' εξακολούθηση στο παρόν
    η ώρα είναι οκτώ
    ταξιδεύω συχνά στο εξωτερικό για δουλειές
  2. χρόνος που μερικές φορές χρησιμοποιείται για να δηλώσει μια πράξη που θα συμβεί σε καθορισμένη στιγμή στο μέλλον
    το τρένο φεύγει στις 8

Πολυλεκτικοί όροι

  • ιστορικός ενεστώτας: ο ενεστώτας που χρησιμοποιείται σε διηγήσεις που αφορούν το παρελθόν, προκειμένου να δώσει μεγαλύτερη ζωντάνια και παραστατικότητα

Μεταφράσεις