απαλλάσσω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των μεταφράσεων (παραμέτρων του προτύπου τ) |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 62: | Γραμμή 62: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 15:04, 22 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- απαλλάσσω < αρχαία ελληνική ἀπαλλάσσω
Ρήμα
απαλλάσσω , πρτ.: απάλλασσα, στ.μέλλ.: θα απαλλάξω, αόρ.: απάλλαξα ή απήλλαξα, παθ.φωνή: απαλλάσσομαι, μτχ.π.π.: απαλλαγμένος
- (μεταβατικό) ελευθερώνω κάποιον ή κάτι από ένα βάρος, υλικό ή ηθικό, γλιτώνω
- εξαιρώ από υποχρέωση
- αθωώνω