ξεγελώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ δοκιμή: Εισαγωγή παραμέτρου γλώσσας στο πρότυπο ΔΦΑ
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 68: Γραμμή 68:
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{κλείδα ταξινόμησης|ξεγελω}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 21:19, 22 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξεγελώ < αρχαία ελληνική ἐκγελῶ

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ρήμα

ξεγελώ, πρτ.: ξεγελούσα, στ.μέλλ.: θα ξεγελάσω, αόρ.: ξεγέλασα, παθ.φωνή: ξεγελιέμαι, μτχ.π.π.: ξεγελασμένος

  • εξαπατώ κάποιον με ψέμματα ή υποκρισία, τον κάνω να με πιστέψει ή να μου δείξει εμπιστοσύνη
τον ξεγέλασε και του έφαγε την περιουσία

Εκφράσεις

  • ξεγελώ την πείνα μου : τρώω κάτι πρόχειρο, για να μην πεινάω προσωρινά

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις