ξυπνώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 75: | Γραμμή 75: | ||
* {{pl}} : {{τ|pl|budzić się}} |
* {{pl}} : {{τ|pl|budzić się}} |
||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα ταξινόμησης|ξυπνω}} |
|||
{{κλείδα-ελλ}} |
|||
[[en:ξυπνώ]] |
[[en:ξυπνώ]] |
Αναθεώρηση της 22:00, 22 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξυπνώ < μεσαιωνική ελληνική και ελληνιστική ἐξυπνῶ < ἐξ +ὕπνος
Ρήμα
ξυπνώ
- (μεταβατικό) διακόπτω τον ύπνο κάποιου
- θα ξυπνήσεις το μωρό με τις φωνές σου
- (αμετάβατο) σταματώ να κοιμάμαι
- αύριο θα ξυπνήσω νωρίς
- (αμετάβατο) (μεταφορικά) αφυπνίζω κάποιον που ζει με ψευδαισθήσεις, σε μια ονειρική πραγματικότητα ή είναι αδρανής
- (αμετάβατο) (μεταφορικά) σταματώ να έχω ψευδαισθήσεις, να ζω σε μια ονειρική πραγματικότητα ή να είμαι αδρανής, αφυπνίζομαι
- ξύπνα επιτέλους, η ζωή αλλάζει
Συγγενικά
Μεταφράσεις
ξυπνώ κάποιον