είθισται: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των μεταφράσεων (παραμέτρων του προτύπου τ) |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 54: | Γραμμή 54: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 00:36, 23 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- είθισται < γ΄ εν. πρκμ. του ρ. εθίζω
Ρήμα
είθισται
- συνηθίζεται, γίνεται κατά τέτοιο τρόπο λόγω συνήθειας ή σύμβασης, κοινωνικής ή άλλης, ή εθίμου
- είθισται το Πάσχα να βάφουμε κόκκινα αυγά
- είθισται στις επαγγελματικές επαφές να απευθυνόμαστε στους άλλους στο πληθυντικό