επιπλώνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
ορ, fr
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 57: Γραμμή 57:
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{κλείδα ταξινόμησης|επιπλωνω}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 04:35, 23 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επιπλώνω < (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική ameubler

Ρήμα

επιπλώνω

  1. εφοδιάζω με έπιπλα, βάζω έπιπλα σε ένα χώρο

Κλίση

Μεταφράσεις