κοντός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Sofianagn (συζήτηση | συνεισφορές)
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{=el=}}
{{=el=}}
{{el-κλίσ-'καλός'|κοντ}}

{{-ετυμ-}}
{{-ετυμ-}}
* κοντός < από το αρχαίο ελληνικό ουσιαστικό ''κοντός'' < [[κοντάρι]]
* κοντός < από το αρχαίο ελληνικό ουσιαστικό ''κοντός'' < [[κοντάρι]]

{{-ουσ-}}
'''κοντός''' {{α}}
* το [[κοντάρι]]

{{-επιθ-}}
{{-επιθ-}}
'''{{PAGENAME}}''' '''-ή, -ό'''
'''κοντός''' '''-ή, -ό'''
* (για άνθρωπο ή άλλο ζωντανό ον) που έχει μικρό [[ανάστημα]]
# (για άνθρωπο ή άλλο ζωντανό ον) που έχει μικρό [[ανάστημα]]
* (για αντικείμενο) που έχει μικρό [[ύψος]]
# (για αντικείμενο) που έχει μικρό [[ύψος]]
# (για αντικείμενο) που έχει μικρό [[μήκος]]

{{-συγγ-}}
{{(}}
* [[κοντόβραδο]]
* [[κοντοβράκι]]
* [[κοντογούνι]]
* [[κοντόθωρος]]
* [[κοντοκρατώ]]
* [[κοντολογίς]]
{{-}}
* [[κοντομάνικος]]
* [[κοντόμερος]]
* [[κοντόμυαλος]]
* [[κοντόξυλο]]
* [[κοντόπαχος]]
{{-}}
* [[κοντοπίθαρος]]
* [[κοντόπνοος]]
* [[κοντοστέκω]]
* [[κοντοστέκομαι]]
* [[κοντοστούπης]]
{{-}}
* [[κοντούλα]]
* [[κοντούτσικος]]
* [[κοντοφάρδουλος]]
* [[κοντόφθαλμος]]
* [[κοντόχοντρος]]
* [[κοντοχωριανός]]
{{)}}

{{-συνων-}}
'''για άνθρωπο ή ζώο'''
{{(}}
* [[βραχύσωμος]]
* [[κοντακιανός]]
* [[κοντοκλότσης]]
* [[κοντόπαχος]]
* [[κοντοπίθαρος]]
{{-}}
* [[κοντορεβιθούλης]]
* [[κοντοστούμπης]]
* [[κοντοστούπης]]
* [[κοντόσωμος]]
* [[κοντούλης]]
{{-}}
* [[κοντόχοντρος]]
* [[μικρόσωμος]]
* [[νάνος]]
* [[πυγμαίος]]
* [[σβέντζος]]
{{-}}
* [[σπιθαμιαίος]]
* [[τζουτζές]]
* [[τσουτσέκι]]
* [[φασουλής]]
* [[χαμοκλαδάκιας]]
{{)}}

'''για αντικείμενο με μικρό μήκος'''
* [[βραχύς]]


{{-αντ-}}
{{-αντ-}}
'''μικρό ανάστημα'''
* [[ψηλός]]
* [[ψηλός]]


'''μικρό ύψος'''
* [[ψηλός]]

'''μικρό μήκος'''
* [[μακρύς]]


{{-μτφ-}}
{{-μτφ-}}
'''άνθρωπος με μικρό ανάστημα'''
{| border=0 width=100%
* {{fr}} : {{ξεν|fr|petit}}
|-

|bgcolor="#FFFFE0" valign=top width=48%|
'''αντικείμενο με μικρό ύψος'''
{|
* {{en}} : [[short]]
* {{en}} : {{ξεν|en|low}}
* {{ar}} :
* {{fr}} : {{ξεν|fr|bas}}

* {{vi}} :
'''αντικείμενο με μικρό μήκος'''
* {{bg}} :
* {{br}} :
* {{en}} : {{ξεν|en|short}}
* {{fr}} : [[court]]
* {{fr}} : {{ξεν|fr|court}}
* {{de}} : [[kurz]]
* {{de}} : {{ξεν|de|kurz}}
* {{eo}} :
* {{et}} :
* {{ja}} :
* {{ia}} :
* {{io}} :
* {{ga}} :
* {{is}} :
* {{es}} :
* {{it}} :
* {{ca}} :
* {{zh}} :
* {{ko}} :
* {{ku}} :
* {{cr}} :
* {{hr}} :
|}
| width=1% |
|bgcolor="#FFFFE0" valign=top width=48%|
{|
* {{la}} :
* {{lt}} :
* {{ms}} :
* {{nl}} :
* {{cy}} :
* {{hu}} :
* {{uk}} :
* {{pl}} :
* {{pt}} :
* {{ro}} :
* {{roa-rup}} :
* {{ru}} :
* {{sr}} :
* {{sk}} :
* {{sl}} :
* {{sv}} :
* {{th}} :
* {{tr}} :
* {{cs}} :
* {{fi}} :
|}
|}


[[Κατηγορία:Ελληνική γλώσσα]]
[[Κατηγορία:Ελληνικά ουσιαστικά]]
[[Κατηγορία:Ελληνικά επίθετα]]


[[hu:κοντός]]
[[hu:κοντός]]

Αναθεώρηση της 09:48, 28 Φεβρουαρίου 2007

Πρότυπο:=el=

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοντός η κοντή το κοντό
      γενική του κοντού της κοντής του κοντού
    αιτιατική τον κοντό την κοντή το κοντό
     κλητική κοντέ κοντή κοντό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοντοί οι κοντές τα κοντά
      γενική των κοντών των κοντών των κοντών
    αιτιατική τους κοντούς τις κοντές τα κοντά
     κλητική κοντοί κοντές κοντά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Πρότυπο:-ετυμ-

  • κοντός < από το αρχαίο ελληνικό ουσιαστικό κοντός < κοντάρι

Πρότυπο:-ουσ- κοντός αρσενικό

Πρότυπο:-επιθ- κοντός -ή, -ό

  1. (για άνθρωπο ή άλλο ζωντανό ον) που έχει μικρό ανάστημα
  2. (για αντικείμενο) που έχει μικρό ύψος
  3. (για αντικείμενο) που έχει μικρό μήκος

Πρότυπο:-συγγ-

Πρότυπο:-συνων- για άνθρωπο ή ζώο

για αντικείμενο με μικρό μήκος

Πρότυπο:-αντ- μικρό ανάστημα

μικρό ύψος

μικρό μήκος

Πρότυπο:-μτφ- άνθρωπος με μικρό ανάστημα

αντικείμενο με μικρό ύψος

αντικείμενο με μικρό μήκος