νέψει: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Automated import of articles |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 7: | Γραμμή 7: | ||
# '''θα νέψει''': {{ρημ τύπος|γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα|νεύω}} |
# '''θα νέψει''': {{ρημ τύπος|γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα|νεύω}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
Τελευταία αναθεώρηση της 18:47, 24 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
νέψει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος νεύω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος νεύω
- θα νέψει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος νεύω