πλάι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 71: Γραμμή 71:
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{κλείδα ταξινόμησης|πλαι}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 20:56, 24 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πλάι < πλάγιν < αρχαία ελληνική πλάγιον (ουδέτερο του επιθ. πλάγιος)

Ουσιαστικό

πλάι ουδέτερο

  1. η αριστερή ή δεξιά πλευρά ενός πράγματος σε αντίθεση με την εμπρόσθια ή την οπίσθια
  2. στο πλάι κάποιου: δίπλα του και υποστηρίζοντάς τον

Επίρρημα o κωδικός γλώσσας δεν υπάρχει για τα μέρη λόγου

  1. (τοπικά) παραπλεύρως, δίπλα, κολλητά
    Τα θρανία τους είναι πλάι-πλάι
    Κάτσε πλάι μου
  2. δίπλα (με την μεταφορική έννοια της υποστήριξης )
    "Θα σταθούμε πλάι σου ό,τι και να γίνει"
    Θα τα καταφέρουμε αν μείνουμε ο ένας πλάι στον άλλο"
  3. συγκριτικά με
    "Δεν είναι πολύ ψηλός, αλλά πλάι στον αδελφό του μοιάζει γίγαντας"



Μεταφράσεις