φιμώνομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 90: Γραμμή 90:
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{κλείδα ταξινόμησης|φιμωνομαι}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 21:47, 24 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φιμώνομαι, παθητική φωνή του φιμώνω

Ρήμα

φιμώνομαι

  1. με φιμώνουν, μου κλείνουν το στόμα στη διάρκεια ληστείας ή άλλης εγκληματικής ενέργειας
    Κρατούσαν τη γυναίκα φιμωμένη σε όλη τη διάρκεια του βιασμού
  2. κάποιος μου αφαιρεί το λόγο ή ελέγχει όσα προτίθεμαι να πω, με λογοκρίνει
    Η αλήθεια δεν φιμώνεται'

Συγγενικά

Μεταφράσεις