φυλάσσομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
|||
Γραμμή 109: | Γραμμή 109: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 22:35, 24 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φυλάσσομαι < παθητική φωνή του φυλάσσω
Ρήμα
φυλάσσομαι και φυλάγομαι με το οποίο έχει πολλούς κοινούς ρηματικούς τύπους
- φυλάω τον εαυτό μου, τον προφυλάσσω από κάτι, φέρομαι συγκρατημένα, με φυλάσσουν άλλοι
- Δεν φυλάχθηκα και εκτέθηκα
- Φυλάσσονται (από ειδικούς φρουρούς) οι παίκτες μετά τις επιθέσεις εναντίον συναδέλφων τους
- (για αντικείμενα) προστατεύεται κάτι, προφυλάσσεται (κυρίως για πολύτιμα είδη αξίας χρηματικής ή άλλης) ή για επίσημα έγγραφα και σε επιστημονικές φράσεις
- Αυτά πρέπει να φυλαχθούν κάπου καλά γιατί είναι πολύτιμα
- Αυτά φυλάσσονται σε θυρίδες
- Τα βυζαντινά κειμήλια που φυλάσσονται στη μονή...
- Για ένα έτος θα φυλάσσονται αρχεία με γραπτά του ΑΣΕΠ
- Φυλάσσονται στους 8-10 βαθμούς Κελσίου
- 'Θα φυλάσσονται στο εξής τα βλαστικά κύτταρα
- (σε τρίτο πρόσωπο) έχει φύλαξη για να μην εκθέτει άλλους σε κινδύνους
- Η διάβαση στην Αχαρνών φυλάσσεται (είναι φυλασσόμενη)
Συγγενικά
- φυλασσόμενος
- φυλαγμένος
- φυλάττω αρχ. ελλ.
- φυλάγομαι
Σύνθετα
- προφυλάσσομαι και προφυλάγομαι
- επιφυλάσσομαι
- διαφυλάσσομαι
- φυλάω
- φυλάγω
Μεταφράσεις
φυλάσσομαι
|