φύτρα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 61: | Γραμμή 61: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 23:01, 24 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φύτρα < αρχαία ελληνική φύω
Ουσιαστικό
φύτρα θηλυκό
- το φύτρο, το φυτό σε πρώτο στάδιο ανάπτυξης
- (μεταφορικά) η καταγωγή ενός ανθρώπου
- (μεταφορικά) οι απόγονοι ενός ανθρώπου
Μεταφράσεις
φύτρα
|