ἀβεβαιότης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ αρχ. ελλην |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 8: | Γραμμή 8: | ||
: * η [[αβεβαιότητα]] στην πολυτονική γραφή και ως τύπος της [[καθαρεύουσα]]ς |
: * η [[αβεβαιότητα]] στην πολυτονική γραφή και ως τύπος της [[καθαρεύουσα]]ς |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
Αναθεώρηση της 23:53, 24 Μαΐου 2013
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἀβεβαιότης < αρχαία ελληνική ἀ- στερητικό + βεβαιότης
Ουσιαστικό
- ἀβεβαιότης θηλυκό (γενική, της ἀβεβαιότητος)
- αστάθεια, ακαταστασία
- στη νεοελληνική: έλλειψη βεβαιότητας, αμφιβολία, ασάφεια, αοριστία
- * η αβεβαιότητα στην πολυτονική γραφή και ως τύπος της καθαρεύουσας