ταυτίζομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Γραμμή 65: Γραμμή 65:
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


{{κλείδα ταξινόμησης|ταυτιζομαι}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 08:29, 25 Μαΐου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ταυτίζομαι < παθητική φωνή του ταυτίζω

Ρήμα

ταυτίζομαι

  1. με ταυτίζουν
  2. είμαι ακριβώς ο ίδιος με κάποιον/κάτι άλλο
    οι απόψεις μας πάνω στο θέμα ταυτίζονται ολοκληρωτικά
  3. δίνω όλον τον εαυτό μου σε κάτι ώστε να γίνω ένα με αυτό
    ΠΕΝΗΝΤΑ ΠΕΝΤΕ ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΟΥ ΕΑΜ: Ταυτίστηκε με τη λευτεριά και την προκοπή της Ελλάδας (από την εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 29 Σεπτέμβρη 1996)


Μεταφράσεις