σκηνή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
|||
Γραμμή 95: | Γραμμή 95: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[en:σκηνή]] |
[[en:σκηνή]] |
Αναθεώρηση της 15:26, 25 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σκηνή | οι | σκηνές |
γενική | της | σκηνής | των | σκηνών |
αιτιατική | τη | σκηνή | τις | σκηνές |
κλητική | σκηνή | σκηνές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- σκηνή < αρχαία ελληνική σκηνή
Ουσιαστικό
σκηνή θηλυκό
- Ορθογώνια κατασκευή πίσω από την ορχήστρα ενός αρχαίου θέατρου και απέναντι από το κοίλον
- υπερυψωμένη συνήθως κατασκευή μπροστά από την πλατεία ενός σύγχρονου θέατρου, πάνω στην οποία εμφανίζονται οι ηθοποιοί
- τμήμα ενός θεατρικού έργου, υποδιαίρεση του επεισοδίου στο αρχαίο δράμα ή της πράξης στο νεότερο θέατρο· η αλλαγή σκηνής σηματοδοτείται από την είσοδο ή την έξοδο ενός θεατρικού ήρωα
- (γενικότερα) τμήμα ή απόσπασμα ενός θεατρικού ή κινηματογραφικού ή λογοτεχνικού έργου
- οι πολεμικές σκηνές, η σκηνή του αποχαιρετισμού
- το σκηνικό μιας παράστασης
- λέξη που περιλαμβάνεται στην ονομασία ενός θεατρικού οργανισμού ή τμήμα ενός ευρύτερου θεατρικού οργανισμού
- η Εθνική Λυρική Σκηνή, η Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου
- το θέατρο γενικότερα
- ανέβηκε στη σκηνή για πρώτη φορά στα δεκαοχτώ του
- ένα περιστατικό
- δύο άτομα πάλευαν μέσα στο δρόμο και οι περαστικοί παρακολουθούσαν τη σκηνή άφωνοι
- ο τόπος όπου συνέβη ένα περιστατικό
- η αστυνομία έφτασε στη σκηνή του εγκλήματος
- κατασκευή από ύφασμα με εύκαμπτο ή άκαμπτο σκελετό που συναρμολογείται στην ύπαιθρο για να χρησιμεύσει ως πρόχειρο κατάλυμα
Εκφράσεις
- επί σκηνής: πάνω στη σκηνή του θεάτρου, κατά τη διάρκεια της θεατρικής δράσης
- κάνω σκηνή σε κάποιον: επιτίθεμαι λεκτικά σε κάποιον
- σκηνή ζηλοτυπίας → δείτε τη λέξη ζηλοτυπία