πρόοδος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μαθ|grc |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 110: | Γραμμή 110: | ||
# {{μαθ|grc}} [[#Ελληνικά (el)|πρόοδος]] |
# {{μαθ|grc}} [[#Ελληνικά (el)|πρόοδος]] |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[en:πρόοδος]] |
[[en:πρόοδος]] |
Αναθεώρηση της 15:56, 25 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πρόοδος < αρχαία ελληνική πρόοδος
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
πρόοδος θηλυκό (πληθυντικός: πρόοδοι)
- Η βελτίωση, ο δρόμος προς κάτι καλύτερο.
- Βλέπω τις προόδους που κάνεις στο σχολείο και χαίρομαι!
- Πρότυπο:μαθ είδος ακολουθίας
- (εκπαίδευση) είδος εξέτασης σε ανώτερα και ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα
Συγγενικά
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
πρόοδος
είδος ακολουθίας
|
είδος εξέτασης
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
πρόοδος θηλυκό
- η πορεία προς τα εμπρός
- (ειδικότερα) η έξοδος από το σπίτι
- η δημόσια εμφάνιση
- Πρότυπο:μαθ πρόοδος