συζητώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg |
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
||
Γραμμή 66: | Γραμμή 66: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[en:συζητώ]] |
[[en:συζητώ]] |
Αναθεώρηση της 18:22, 25 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συζητώ < συν + ζητώ (αρχαία ελληνική συζητέω, -ῶ)
Ρήμα
συζητώ
- αναλύω μέσω του διαλόγου μαζί με άλλους κάτι ή αναζητώ τη λύση ενός προβλήματος
- αντιπαραθέτω τις απόψεις μου στις απόψεις κάποιου ή κάποιων άλλων
- μιλάω με κάποιον άλλον, συνδιαλέγομαι, συνομιλώ, κουβεντιάζω
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συζητάω - συζητώ | συζητούσα | θα συζητάω - συζητώ | να συζητάω - συζητώ | συζητώντας | |
β' ενικ. | συζητάς | συζητούσες | θα συζητάς | να συζητάς | συζήτα - συζήταγε | |
γ' ενικ. | συζητάει - συζητά | συζητούσε | θα συζητάει - συζητά | να συζητάει - συζητά | ||
α' πληθ. | συζητάμε - συζητούμε | συζητούσαμε | θα συζητάμε - συζητούμε | να συζητάμε - συζητούμε | ||
β' πληθ. | συζητάτε | συζητούσατε | θα συζητάτε | να συζητάτε | συζητάτε | |
γ' πληθ. | συζητάν(ε) - συζητούν(ε) | συζητούσαν(ε) | θα συζητάν(ε) - συζητούν(ε) | να συζητάν(ε) - συζητούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συζήτησα | θα συζητήσω | να συζητήσω | συζητήσει | ||
β' ενικ. | συζήτησες | θα συζητήσεις | να συζητήσεις | συζήτα - συζήτησε | ||
γ' ενικ. | συζήτησε | θα συζητήσει | να συζητήσει | |||
α' πληθ. | συζητήσαμε | θα συζητήσουμε | να συζητήσουμε | |||
β' πληθ. | συζητήσατε | θα συζητήσετε | να συζητήσετε | συζητήστε | ||
γ' πληθ. | συζήτησαν συζητήσαν(ε) |
θα συζητήσουν(ε) | να συζητήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συζητήσει | είχα συζητήσει | θα έχω συζητήσει | να έχω συζητήσει | ||
β' ενικ. | έχεις συζητήσει | είχες συζητήσει | θα έχεις συζητήσει | να έχεις συζητήσει | ||
γ' ενικ. | έχει συζητήσει | είχε συζητήσει | θα έχει συζητήσει | να έχει συζητήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε συζητήσει | είχαμε συζητήσει | θα έχουμε συζητήσει | να έχουμε συζητήσει | ||
β' πληθ. | έχετε συζητήσει | είχατε συζητήσει | θα έχετε συζητήσει | να έχετε συζητήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν συζητήσει | είχαν συζητήσει | θα έχουν συζητήσει | να έχουν συζητήσει |
|