φωτίζομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 11: | Γραμμή 11: | ||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
||
*[[πεφωτισμένος]] |
|||
*[[φωτισμένος]] |
|||
*[[φωτισμός]] |
*[[φωτισμός]] |
||
*[[φώτιση]] |
*[[φώτιση]] |
Αναθεώρηση της 18:32, 7 Ιουνίου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- φωτίζομαι < μεσοπαθητική φωνή του φωτίζω
Ρήμα
φωτίζομαι
- δέχομαι φως
- το δωμάτιo φωτιζόταν από μερικά κεριά
- (θεολογία) δέχομαι φώτιση
Συγγενικά
Μεταφράσεις
από φωτισμό
από θεϊκή εμπειρία