στερητικός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ απλοποίηση προτ. κλίσης
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'καλός'|στερητικ}}
{{el-κλίσ-'καλός'}}


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===

Αναθεώρηση της 12:49, 11 Ιουνίου 2013

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στερητικός η στερητική το στερητικό
      γενική του στερητικού της στερητικής του στερητικού
    αιτιατική τον στερητικό τη στερητική το στερητικό
     κλητική στερητικέ στερητική στερητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στερητικοί οι στερητικές τα στερητικά
      γενική των στερητικών των στερητικών των στερητικών
    αιτιατική τους στερητικούς τις στερητικές τα στερητικά
     κλητική στερητικοί στερητικές στερητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

στερητικός < στέρηση

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; αρσενικό
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; θηλυκό
λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; ουδέτερο

Επίθετο

στερητικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τη στέρηση
  2. που προκαλεί στέρηση
  3. (ιατρική) που οφείλεται σε στέρηση:
  4. (γλωσσολογία) στερητικό μόριο: το πρόθημα των σύνθετων λέξεων που δηλώνουν άρνηση, έλλειψη ή στέρηση αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις