αντίγονο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
δ
μ Προσθ.ετυμ, ορισμ. κατ
Γραμμή 3: Γραμμή 3:
{{προσχέδιο}}
{{προσχέδιο}}
{{el-κλίσ-'πρόσωπο'|αντίγον|αντιγόν}}
{{el-κλίσ-'πρόσωπο'|αντίγον|αντιγόν}}

==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{λείπει η ετυμολογία}}
: '''{{PAGENAME}}''' < [[αντί]] + [[γόνος]]
==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}}
# {{ιατρ}}. {{φαρμ}}, {{βιοχημ}}: χημική ουσία που δημιουργεί στον οργανισμό αντισώματα.
# {{λείπει ο ορισμός}}
===={{συνώνυμα}}====

* [[αντιγόνο]]


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 10:49, 16 Ιουνίου 2013

Δείτε επίσης: αντιγόνο

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντίγονο τα αντίγονα
      γενική του αντιγόνου
αντίγονου
των αντιγόνων
    αιτιατική το αντίγονο τα αντίγονα
     κλητική αντίγονο αντίγονα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αντίγονο < αντί + γόνος

Ουσιαστικό

αντίγονο ουδέτερο

  1. Πρότυπο:ιατρ. Πρότυπο:φαρμ, Πρότυπο:βιοχημ: χημική ουσία που δημιουργεί στον οργανισμό αντισώματα.

Συνώνυμα

Μεταφράσεις