στεναχώρια: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ απλοποίηση προτ. κλίσης
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'πείνα'|στεναχώρι}}
{{el-κλίσ-'πείνα'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < [[στενοχώρια]] < {{ελνστ}} [[στενοχωρία]] (''στενός χώρος'' - όταν δεν είμαστε άνετα σε στενό χώρο, έχουμε αίσθηση δυσφορίας, πιεζόμαστε, πρβλ. «δεν με χωράει ο τόπος...»)
: '''{{PAGENAME}}''' < [[στενοχώρια]] < {{ελνστ}} [[στενοχωρία]] (''στενός χώρος'' - όταν δεν είμαστε άνετα σε στενό χώρο, έχουμε αίσθηση δυσφορίας, πιεζόμαστε, πρβλ. «δεν με χωράει ο τόπος...»)

Αναθεώρηση της 15:07, 16 Ιουνίου 2013

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στεναχώρια οι στεναχώριες
      γενική της στεναχώριας
    αιτιατική τη στεναχώρια τις στεναχώριες
     κλητική στεναχώρια στεναχώριες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στεναχώρια < στενοχώρια < (ελληνιστική κοινή) στενοχωρία (στενός χώρος - όταν δεν είμαστε άνετα σε στενό χώρο, έχουμε αίσθηση δυσφορίας, πιεζόμαστε, πρβλ. «δεν με χωράει ο τόπος...»)

Ουσιαστικό

στεναχώρια και στενοχώρια θηλυκό

  1. δυσάρεστη συναισθηματική κατάσταση, δυσφορία, απογοήτευση, δυσαρέσκεια, θλίψη, λύπη, οδύνη, πίκρα

Συγγενικά

Μεταφράσεις