χήνα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
|||
Γραμμή 61: | Γραμμή 61: | ||
* {{it}} : {{τ|it|oca}} |
* {{it}} : {{τ|it|oca}} |
||
* {{ku}} : {{τ|ku|qaz}} (''και'' {{τ|ku|xaz}}) |
* {{ku}} : {{τ|ku|qaz}} (''και'' {{τ|ku|xaz}}) |
||
* {{la}} : |
* {{la}} : {{τ|la|anser}} |
||
* {{mk}} : {{τ|mk|гуска|noentry=1|tr=guska}} |
* {{mk}} : {{τ|mk|гуска|noentry=1|tr=guska}} |
||
{{μτφ-μέση}} |
{{μτφ-μέση}} |
Αναθεώρηση της 07:47, 28 Ιουνίου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χήνα < αρχαία ελληνική χήν
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
χήνα θηλυκό
- Πρότυπο:ορνιθολ νηκτικό πτηνό, με λευκό ή γκρίζο χρώμα, μοιάζει με την πάπια, έχει μακρύ λαιμό
- εύπιστος άνθρωπος
- (αργκό) λεγόταν παλιότερα για το χιλιόδραχμο
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
χήνα