ordre: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
πχ
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη ta
Γραμμή 31: Γραμμή 31:
[[pl:ordre]]
[[pl:ordre]]
[[ru:ordre]]
[[ru:ordre]]
[[ta:ordre]]
[[tr:ordre]]
[[tr:ordre]]
[[vi:ordre]]
[[vi:ordre]]

Αναθεώρηση της 08:18, 30 Ιουνίου 2013

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
ordre ordres

ordre (fr) αρσενικό

  1. η τάξη
    il met ses affaires en ordre - βάζει τα πράγματά του σε τάξη
  2. η σειρά
    il est troisième dans l'ordre d'arrivée - έφτασε τρίτος στη σειρά
  3. η διαταγή
    il exécute des ordres - εφαρμόζει διαταγές

Εκφράσεις