μήνας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ κατάργηση της παραμέτρου nowiki=1
Γραμμή 55: Γραμμή 55:
* {{de}} : {{τ|de|Monat}}
* {{de}} : {{τ|de|Monat}}
* {{he}} : {{τ|he|חודש}} ''(khòdesh)''
* {{he}} : {{τ|he|חודש}} ''(khòdesh)''
** {{hbo}} : {{τ|hbo|חֹדֶשׁ|nowiki=1|link=חדש}}
** {{hbo}} : {{τ|hbo|חֹדֶשׁ|link=חדש}}
* {{bm}} : {{τ|bm|kalo|noentry=1}}
* {{bm}} : {{τ|bm|kalo|noentry=1}}
* {{ca}} : {{τ|ca|mes}}
* {{ca}} : {{τ|ca|mes}}
* {{zh}} : {{τ|zh|月}}
* {{zh}} : {{τ|zh|月}}
* {{da}} : {{τ|da|måned}}
* {{da}} : {{τ|da|måned}}
* {{dog}} : {{τ|dog|iepirr|nowiki=1}}
* {{dog}} : {{τ|dog|iepirr}}
* {{es}} : {{τ|es|mes}}
* {{es}} : {{τ|es|mes}}
* {{eo}} : {{τ|eo|monato}}
* {{eo}} : {{τ|eo|monato}}
Γραμμή 86: Γραμμή 86:
* {{ro}} : {{τ|ro|lună}}
* {{ro}} : {{τ|ro|lună}}
* {{ru}} : {{τ|ru|месяц}}
* {{ru}} : {{τ|ru|месяц}}
* {{srn}} : {{τ|srn|mun|nowiki=1}}
* {{srn}} : {{τ|srn|mun}}
* {{sv}} : {{τ|sv|månad}}
* {{sv}} : {{τ|sv|månad}}
* {{sw}} : {{τ|sw|mwezi}}
* {{sw}} : {{τ|sw|mwezi}}

Αναθεώρηση της 21:07, 2 Ιουλίου 2013

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η μήνας οι μήνες
      γενική του/της μήνα των μηνών
    αιτιατική τον/τη μήνα τους/τις μήνες
     κλητική μήνα μήνες
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας».
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μήνας < αρχαία ελληνική μήν < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *mēnō-. Βλέπε και λατινικό mensis, πρωτογερμανικό *mēnan-, αγγλικά moon, month

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

μήνας αρσενικό

  1. περίοδος διαίρεσης του έτους, βασισμένη ιστορικά στις φάσεις της Σελήνης. Το γρηγοριανό ημερολόγιο έχει δώδεκα μήνες.
Καλό μήνα! : ευχή που κάνουμε την πρώτη του κάθε μηνός.

Εκφράσεις

  • είναι στο μήνα της: λέγεται για έγκυο η οποία βρίσκεται στον τελευταίο μήνα της εγκυμοσήνης της
  • εννιά έχει ο μήνας: πλήρης αδιαφορία, πέρα βρέχει
  • μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει: λέγεται για να δείξει μόνιμες μηνιαίες υποχρεώσεις ή αποδοχές
    τι ανάγκη έχεις εσύ; μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει παίρνεις τα νοίκια σου και είσαι οκέι
  • μήνας του μέλιτος
  • ο μήνας που θρέφει τους έντεκα:
  • το μήνα που δεν έχει Σάββατο: ποτέ

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις