χήνα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ κατάργηση της παραμέτρου nowiki=1 |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη da |
||
Γραμμή 103: | Γραμμή 103: | ||
[[cs:χήνα]] |
[[cs:χήνα]] |
||
[[da:χήνα]] |
|||
[[en:χήνα]] |
[[en:χήνα]] |
||
[[fr:χήνα]] |
[[fr:χήνα]] |
Αναθεώρηση της 16:34, 7 Ιουλίου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χήνα < αρχαία ελληνική χήν
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
χήνα θηλυκό
- Πρότυπο:ορνιθολ νηκτικό πτηνό, με λευκό ή γκρίζο χρώμα, μοιάζει με την πάπια, έχει μακρύ λαιμό
- εύπιστος άνθρωπος
- (αργκό) λεγόταν παλιότερα για το χιλιόδραχμο
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
χήνα